αγγιχτός — ή, ό [αγγίζω] 1. αυτός που τόν αγγίζει κάποιος 2. αυτός που άρχισε να χρησιμοποιείται 3. (για γυναίκα) αυτή που ήλθε σε επαφή με άντρα, η μη αγνή … Dictionary of Greek
αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… … Dictionary of Greek
άγγιαχτος — η, ο 1. αυτός που δεν μπορεί να τόν πλησιάσει κανείς 2. άψαυστος, άγγιχτος 3. ανέπαφος, ακέραιος 4. μτφ. ευέξαπτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερο < α στερητ. + ’γγιάζω ή < αγγιάζω, όπου η σημασία τής στερήσεως δημιουργήθηκε από το… … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
αγγιχτερός — ή, ό [αγγιχτός] ο αγγιαχτερός* … Dictionary of Greek
αγγιχτικός — ή, ό [αγγιχτός] προσβλητικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek
αρίθμητος — η, ο 1. ο αναρίθμητος 2. αυτός που δεν έχει ακόμη αριθμηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αριθμητός, αποκτώντας στερητική σημ. με τον αναβιβασμό του τόνου, ή < αριθμώ, κατά το σχήμα αγγίζω άγγιχτος] … Dictionary of Greek
αρμάτωτος — η, ο ξαρμάτωτος, άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε από το αρματώνω (πρβλ. αγγίζω: άγγιχτος). Η σημασία της στερήσεως δημιουργήθηκε από τον αναβιβασμό του τόνου] … Dictionary of Greek
μυγιάγγιχτος — και μυγάγγιχτος και μυγιόγγιχτος, η, ο πολύ εύθικτος, ευερέθιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύγα (πρβλ. τ. μύγια) + αμάρτυρο επίθ. *αγγιχτός (< αγγίζω)] … Dictionary of Greek